- λιπαροπλόκαμος
- λῐπᾰροπλόκᾰμος, -ον1 with shining tresses λιπαροπλοκάμου Λατοῦς. fr. 33c. 1.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λιπαροπλόκαμος — λιπαροπλόκαμος, ον (Α) (για κόμη) αυτός που έχει γυαλιστερούς βοστρύχους, λαμπερές πλεξούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + πλόκαμος] … Dictionary of Greek
λιπαροπλόκαμος — with glossy locks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροπλοκάμοιο — λιπαροπλόκαμος with glossy locks masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροπλοκάμου — λιπαροπλόκαμος with glossy locks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροπλόκαμε — λιπαροπλόκαμος with glossy locks masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek